- συναρπάζομαι
- συναρπάζωsnatch and carry away withpres ind mp 1st sgσυναρπάζωsnatch and carry away withpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… … Dictionary of Greek
εμπτοούμαι — ἐμπτοοῡμαι (Α) 1. πτοούμαι, ταράζομαι 2. μτφ. συναρπάζομαι από σφοδρό πάθος (έρωτα κ.λπ.) («ἐνεπτόητο ή Ἀφροδίτη πρὸς Ἄδωνιν», Χορίκ.) … Dictionary of Greek
υπεξαίρω — Α 1. ανυψώνω λίγο ή κρυφά 2. παθ. ὑπεξαίρομαι ενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαίρω «σηκώνω πάνω, ανυψώνω»] … Dictionary of Greek